ἀρχοντικός

ἀρχοντικός
ἀρχοντ-ικός, ή, όν,
A of an archon,

πέλεκυς AP9.763

tit. (Jul. Aegypt.);

ὑπηρεσία PGrenf.2.82.15

(400 A.D.): generally, of a ruler, Corp.Herm.1.25.
2 ex-archon, IG14.756a ([place name] Naples), cf. 1789.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρχοντικός — of an archon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχοντικός — ή, ο (AM ἀρχοντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντα νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους 2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντικός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε άρχοντα: Είχε αρχοντικό παράστημα κι αρχοντικούς τρόπους· το ουδ. ως ουσ., το αρχοντικό το σπίτι ή το κτήμα του άρχοντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχοντικά — ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc pl ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc/acc dual ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικῶν — ἀρχοντικός of an archon fem gen pl ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικόν — ἀρχοντικός of an archon masc acc sg ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικαῖς — ἀρχοντικός of an archon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικαί — ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοῖς — ἀρχοντικός of an archon masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοί — ἀρχοντικός of an archon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοῦ — ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”